- ἐξεμέσῃς
- ἐξεμέωvomit forthaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
выбльвати — ВЫБЛ|ЬВАТИ (1*), ЮЮ, ЮЮТЬ гл. То же, что выпльвати во 2 знач.: Медъ ѡбрѣтъ въ ѹдобьи ѣжь, еда пресытивъсѩ выблюѥшь (μή... ἐξεμέσης) Пч к. XIV, 79 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… … Dictionary of Greek